- περιποιήσῃς
- περιποιέωcause to remain over and aboveaor subj act 2nd sgπεριποιέωcause to remain over and aboveaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… … Dictionary of Greek
αθεραπεία — ἀθεραπεία, η (Α) [θεραπεία] έλλειψη περιποίησης, παραμέληση ιατρικής θεραπείας ή φροντίδας … Dictionary of Greek
ακομιστία — ἀκομιστία, η (Α) [ἀκόμιστος] έλλειψη φροντίδας ή περιποίησης … Dictionary of Greek
κομμωτήριο — το κατάστημα κοπής και περιποίησης τής κόμης, τών μαλλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμῶ (II) «καλλωπίζω», με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κομμωτήρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek
ορνεοσόφιον — ὀρνεοσόφιον και ὀρνεοσοφικόν, τὸ (Μ) συγγραφή που πραγματεύεται τον κατάλληλο τρόπο περιποίησης τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + σόφιον (< σοφός)] … Dictionary of Greek
ορνιθοκομία — η η τέχνη τού ορνιθοκόμου, η επιστημονική μέθοδος εκτροφής και περιποίησης πουλερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υποδοχή — η / ὑποδοχή, ΝΜΑ [ὑποδέχομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδέχομαι νεοελλ. 1. φιλική δεξίωση, προϋπάντηση 2. ο τρόπος ή η διάθεση με την οποία δέχεται κανείς κάποιον ή κάτι (α. «δεν ήταν και πολύ θερμή η υποδοχή που τού έκανε» β. «οι… … Dictionary of Greek
Μερσέδες — Πόλη (13.139 κάτ. το 1996) της νοτιοδυτικής Ουρουγουάης, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Σοριάνο, στις όχθες του ποταμού Νέγκρο. Η πόλη διαθέτει οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, συνιστά ποτάμιο λιμάνι, ενώ συνδέεται αεροπορικά με το… … Dictionary of Greek